ωοφάγος

ωοφάγος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που τρώει πολλά αβγά, που τού αρέσουν τα αβγά, αβγοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + -φάγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • ωοβόρος — α, ο, Ν ωοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1801 στον Δανιήλ Φιλιππίδη] …   Dictionary of Greek

  • ωοφαγία — η, Ν διατροφή κυρίως με αβγά, το να τρώει κανείς πολλά αβγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωοφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”